καταθεματίζω

καταθεματίζω
καταθεματίζω
pres subj act 1st sg
καταθεματίζω
pres ind act 1st sg
καταθεματίζω
pres subj act 1st sg
καταθεματίζω
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταθεματίζω — (Α) [κατάθεμα] αναθεματίζω …   Dictionary of Greek

  • καταθεματίζειν — καταθεματίζω pres inf act (attic epic) καταθεματίζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθεματίζοντας — καταθεματίζω pres part act masc acc pl καταθεματίζω pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθεματίζοντες — καταθεματίζω pres part act masc nom/voc pl καταθεματίζω pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθεματίζουσα — καταθεματίζω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) καταθεματίζω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθεματίσαντας — καταθεματίζω aor part act masc acc pl καταθεματίζω aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεθεμάτιζον — καταθεματίζω imperf ind act 3rd pl καταθεματίζω imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεθεμάτισεν — καταθεματίζω aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθεματίσασαι — καταθεματίσᾱσαι , καταθεματίζω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) καταθεματίσᾱσαι , καταθεματίζω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθεματισμός — καταθεματισμός, ὁ (Α) [καταθεματίζω] κατάθεμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”